χρυσαφίου

χρυσαφίου
χρυσᾱφίου , χρυσάφιον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Χορτάτζης ή Χορτάτσης — Όνομα βυζαντινής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. 1. Γεώργιος. Αρχηγός της μεγάλης Kρητικής επανάστασης εναντίον των Βενετών το 1271. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κρήτης, που σύμφωνα με τις παραδόσεις είχε τις ρίζες της… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαφής, -ιά, -ί — 1. αυτός που έχει το χρώμα του χρυσαφιού, χρυσωπός. 2. χρυσοστόλιστος, αυτός που φέρει κοσμήματα από χρυσό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”